τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
-η, -ο (Α ἄπικρος, -ον)αυτός που δεν είναι πικρόςνεοελλ.αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα.