άπλοος

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

ἄπλοος, -ον κ. ἄπλους, -ουν (Α)
1. (για πλοία) αυτός που είναι ακατάλληλος για πλουν
2. (για τη θάλασσα) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.