ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
η (AM ἄπνοια)νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμουαρχ.1. καταφύγιο από τον άνεμο2. διάλειψη ή παύση της αναπνοής.