ἄπνοια

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπνοια Medium diacritics: ἄπνοια Low diacritics: άπνοια Capitals: ΑΠΝΟΙΑ
Transliteration A: ápnoia Transliteration B: apnoia Transliteration C: apnoia Beta Code: a)/pnoia

English (LSJ)

ἡ,
A freedom from wind, Hp.Epid.3.2.
2 windlessness, calm, Arist.Pr.944b12, Plb.34.11.19 (v.l.); want of wind, Thphr. CP 2.7.5; shelter from wind, Arist.GA785a29.
3 absence of respiration, Gal.7.959.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ausencia de viento, calma ἔτος νότιον ἔπομβρον· ἄπνοια διὰ τέλεος Hp.Epid.3.2, ὁ ἀὴρ ... πολλάκις ἠρεμεῖ καὶ ἄπνοια γίνεται Arist.Pr.944b12, cf. Plb.34.11.19 (ap. crít.), Thphr.CP 2.7.5
protección contra el viento ἡ δὲ σπέπη ἄπνοιαν ποιεῖ Arist.GA 785a29.
2 medic. falta de respiración, ahogo Gal.7.959.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, Windstille, Pol. 34, 11. Bei Medic. Atemlosigkeit.

Russian (Dvoretsky)

ἄπνοια:безветрие Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπνοια: ἡ, ἔλλειψις πνοῆς ἀνέμου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1081· γαλήνη, νηνεμία, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 5, 6, Πρβλ. 26. 36, 2, Θεοφρ. Φ. 2. 7, 5.

Greek Monolingual

η (AM ἄπνοια)
νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου
αρχ.
1. καταφύγιο από τον άνεμο
2. διάλειψη ή παύση της αναπνοής.

Mantoulidis Etymological

(=ἔλλειψη πνοῆς ἀνέμου, γαλήνη, νηνεμία). Ἀπό τό ἄπνους (α στερητ. + πνέω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πνέω.

Translations

windlessness

Bulgarian: безветрие; Danish: vindstille; Dutch: windstilte; German: Windstille; Greek: νηνεμία; Ancient Greek: ἀνηνεμία, ἄπνοια‎, νηνεμία, νηνεμία ἀνέμων, νηνεμίη; Hungarian: szélcsend; Macedonian: безветрие; Norwegian Bokmål: vindstille; Russian: безветрие, затишье; Swedish: vindstilla; Ukrainian: безві́тря, затишшя