άστυτος

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

ἄστυτος, -ον (AM) στύω. αυτός που δεν έχει στύσεις, ο σεξουαλικά ανίκανος.