άστυτος

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

ἄστυτος, -ον (AM) στύω. αυτός που δεν έχει στύσεις, ο σεξουαλικά ανίκανος.