ἄστυτος
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ἄστυτον, (στύω) impotent, paratrag. for ἄστυλος in Xenarch.1.
Spanish (DGE)
(ἄστῡτος) -ον
impotente sexual ἄ. οἶκος la casa de un hombre impotente Xenarch.1, cf. Suet.Blasph.56, Eust.849.54, 862.43.
German (Pape)
[Seite 379] ὁ στύειν μὴ δυναμενος, Eustath., wovon eine Komödie des Eubulus ἄστυτοι hieß, Ath. II, 69 c; οἶκος, unfruchtbar, Xenarch. bei Ath. II, 63 f; der Salat hieß deshalb bei Frauen ἀστυτίς, Ath. II, 69 e u. Geop.
Greek Monolingual
ἄστυτος, -ον (AM) στύω. αυτός που δεν έχει στύσεις, ο σεξουαλικά ανίκανος.