άταφος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄταφος, -ον) θάπτω
άθαφτος
αρχ.
φρ. «ἄταφοι πράξεις» — η άρνηση των τελετών της ταφής.