ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-η, -ο (AM ἄταφος, -ον) θάπτωάθαφτοςαρχ.φρ. «ἄταφοι πράξεις» — η άρνηση των τελετών της ταφής.