Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
-η, -ο (Α ἄχολος, -ον) χόλος
1. αυτός που δεν έχει χολή
2. όποιος δεν οργίζεται εύκολα, πράος, ήρεμος
νεοελλ.
άκακος, αθώος («άχολο περιστέρι»)
αρχ.
1. εκείνος που εμποδίζει την υπερβολική έκκριση χολής
2. αυτός που καταπραΰνει τον θυμό («φάρμακον.... νηπενθές τ' ἄχολόν τε», Όμ.).