πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
ἔγχαλκος, -ον (Α)1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα.