ἔγχαλκος
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
ἔγχαλκον,
A in or with brass: moneyed, rich, AP11.425.
II for sale, Ath. 13.584e.
III with a flavour of copper, Dsc.5.103.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. adinerado μαστιγία<ς> ἔγχαλκος ἀφόρητον κακόν un bribón digno de azotes adinerado es un mal insufrible Men.Mon.492, γραῖα AP 11.425.
2 de cosas que se paga con dinero, que está a la venta ᾠά Ath.584e.
II 1con sabor a cobre un mineral cuprífero, Dsc.5.103, Orib.13δ.
2 cuprífero Σαρδιανὸς μόλιβδος Anon.Alch.377.14.
German (Pape)
[Seite 712] mit Geld versehen; γραῖα Ep. ad. 87 (IX, 425); μαστιγίας Men. monost. 365. Aber bei Ath. XIII, 584 e = für Geld käuflich.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mêlé de cuivre ; qui a un goût de cuivre;
2 qui a de l'argent;
3 qui s'achète avec de l'argent.
Étymologie: ἐν, χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχαλκος: денежный, богатый (μαστιγίας Men.; γραῖα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχαλκος: -ον, ὁ ἔχων χαλκόν, ἔχων χρήματα, πλούσιος, πᾶσα ἔγχαλκος γραῖα πλουσία ἐστὶ σορὸς Ἀνθ. Π. 11. 425. ΙΙ. διὰ χρημάτων ὠνητός, ὤνιος, Ἀθήν. 584Ε.
Greek Monolingual
ἔγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος
2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα.
Greek Monotonic
ἔγχαλκος: -ον, αυτός που περιέχει χαλκό· πλούσιος σε χαλκό, σε Ανθ.