έγχαλκος

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

ἔγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος
2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα.