πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
ἔγχαλκος, -ον (Α)1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα.