έκτοτε

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source

Greek Monolingual

(AM ἔκτοτε)
επίρρ. από τότε, από εκείνο τον χρόνο
αρχ.
1. αμέσως, παρευθύς
2. στο μεταξύ.