έκτοτε

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

(AM ἔκτοτε)
επίρρ. από τότε, από εκείνο τον χρόνο
αρχ.
1. αμέσως, παρευθύς
2. στο μεταξύ.