οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
ἔλαιος, ο (AM)άγρια ελιά, αγριελιά, κότινοςαρχ.1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» — ροδιακή λέξη.