Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Man is a dream of a shadow
και αγρελιά, η1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος τών αρχαίων2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγρι(ο)- + ελιά.ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα].