έμβιος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἔμβιος, -ον)
αυτός που έχει μέσα του ζωή, ζωντανός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμβιος
γένος εμβιόπτερων εντόμων
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής μετά το κόψιμο και μπορεί να μεταφυτευθεί
2. ισόβιος.