ζωντανός
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ζωντανός, -ή, -όν)
αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος
νεοελλ.
1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός
2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή»)
3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος («ψάρια ζωντανά»)
4. (για εδέσματα) αυτός που δεν είναι βρασμένος καλά, μισοβρασμένος, μισοψημένος
5. καθετί που υπάρχει
6. το ουδ. ως ουσ. το ζωντανό
α) το κατοικίδιο ζώο ή γενικά το ζώο
β) (περιφρονητικά για ανθρώπους) ζώο, ζωντόβολο
7. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ζωντανοί
οι άνθρωποι
8. φρ. α) «ζωντανός κι άχωστος» — λέγεται γι' αυτούς που νοσούν ανίατα και βρίσκονται μεταξύ ζωής και θανάτου
β) «εβγάτε σεις οι πεθαμένοι, να μπούμε μεις οι ζωντανοί» — λέγεται για ανθρώπους δυστυχισμένους οι οποίοι προτιμούν τον θάνατο από τη ζωή που περνούν
γ) «τους ζωντανούς αγάπαε και τα μνημόσυνα άστα» — λέγεται γι' αυτούς που κλαίνε διαρκώς τους νεκρούς ή που μένουν προσηλωμένοι στο παρελθόν και παραμελούν το παρόν
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωντανό
καθετί ζωντανό, καθετί που υφίσταται συνεχώς
2. αναμμένος («θὲς εἰς τὰ κάρβωνα τὰ ζωντανά»).
επίρρ...
ζωντανά
με τρόπο ζωντανό, ζωηρό, ευκρινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. επίθ. ζωντανός προέρχεται από το τ. ζώντα της μτχ. ενεστ. ζων του ρ. ζω + κατάλ. -νός (κατά τα αληθι-νός, ικα-νός, σημερι-νός)].