έμπλαστρο

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

και μπλάστρι, το (AM ἔμπλαστρον, το
Α και ἔμπλαστρος, η)
φαρμακευτικό παρασκεύασμα το οποίο τοποθετείται ή επικολλάται στο δέρμα για να προκληθεί φαρμακευτική ενέργεια.