έμπλαστρο
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
και μπλάστρι, το (AM ἔμπλαστρον, το
Α και ἔμπλαστρος, η)
φαρμακευτικό παρασκεύασμα το οποίο τοποθετείται ή επικολλάται στο δέρμα για να προκληθεί φαρμακευτική ενέργεια.