Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
ἔνδοθι (AM)
επίρρ. μέσα, εντός (α. «τὴν δ' ἔνδοθι τέμεν ἰοῦσαν», Ομ. Οδ.
β. «τῶν ἀνακτόρων ἔνδοθι»).