αβανταδόρος
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
Greek Monolingual
ο (θηλ. -α και -ισσα)
1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι
2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή του πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές
3. γενικά, όποιος ζει με χρήματα που κερδίζει παρέχοντας βοήθεια σε ύποπτες επιχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αβάντα.
ΠΑΡ. αβανταδόρικος].