αβρόγοος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἁβρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί, που μοιρολογά σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + γόος.