μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἁβρόγοος, -ον (Α)αυτός που θρηνεί, που μοιρολογά σαν γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + γόος.