αγάντα

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

η αγαντάρω
1. το σημείο απ’ όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί, π. χ. «κάνε αγάντα», βαστήξου
2. πάσσαλος ή κρίκος όπου δένεται το σκάφος.