αγάντα
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
η αγαντάρω
1. το σημείο απ’ όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί, π. χ. «κάνε αγάντα», βαστήξου
2. πάσσαλος ή κρίκος όπου δένεται το σκάφος.