αγαντάρω
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
1. πιάνομαι γερά από κάτι
2. συλλαμβάνω
3. βοηθώ, ενισχύω κάτι
4. υπομένω, αντέχω
5. (προστ.) αγάντα
α) πιάσε, κράτησε, στήριξε
β) άντεχε, υπόμενε, βάστα
γ) επίρρ. εμπρός με όλη τη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. agguantare (= συλλαμβάνω).
ΠΑΡ. το ουσ. αγάντα από την προστακτ. αγάντα < ιταλ. agguanta (= κράτησε, άντεχε, βάστα)].