αγαντάρω
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
Greek Monolingual
1. πιάνομαι γερά από κάτι
2. συλλαμβάνω
3. βοηθώ, ενισχύω κάτι
4. υπομένω, αντέχω
5. (προστ.) αγάντα
α) πιάσε, κράτησε, στήριξε
β) άντεχε, υπόμενε, βάστα
γ) επίρρ. εμπρός με όλη τη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. agguantare (= συλλαμβάνω).
ΠΑΡ. το ουσ. αγάντα από την προστακτ. αγάντα < ιταλ. agguanta (= κράτησε, άντεχε, βάστα)].