αγγελοκαμωμένος

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

και -κάμωτος, -η, -ο
ωραίος σαν άγγελος, αγγελοπλασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγγελος + καμωμένος, μτχ. του ρ. κάνω].