αγγλικός

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
Άγγλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγγλία ή στους Άγγλους
2. αυτός που προέρχεται από την Αγγλία
3. (το θηλ. ή ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) η Αγγλική ή τα Αγγλικά
η αγγλική γλώσσα.