ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
-ή, -ό
Άγγλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγγλία ή στους Άγγλους
2. αυτός που προέρχεται από την Αγγλία
3. (το θηλ. ή ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) η Αγγλική ή τα Αγγλικά
η αγγλική γλώσσα.