Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγιογραφία

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

η αγιογράφος
1. εικόνα αγίου ή χριστιανική γενικά παράσταση σε φορητή εικόνα ή τοίχο ναού
2. η τέχνη του αγιογράφου.