αγιότητα

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

η (Α ἁγιότης) ἅγιος
1. αγιοσύνη, αγνότητα, ευλάβεια
2. προσαγόρευση εκκλησιαστικών αξιωματούχων, ιδιαίτερα επισκόπων («όπως είπε η αγιότητά σας...»).