αγκιναρότοπος

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source

Greek Monolingual

ο
τόπος όπου καλλιεργούνται ή ευδοκιμούν οι αγκινάρες.