αγκυλόπους

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ἀγκυλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης
αρχ.
φρ. «ἀγκυλόπους δίφρος» — ο δίφρος τών Ρωμαίων αρχόντων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος + πούς.