αγκωναρένιος

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

-α, -ο αγκωνάρι
ο κατασκευασμένος με αγκωνάρια, πέτρινος, λιθόκτιστος.