ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
-η, -οαυτός που γεννά πρόωρα, ο πρώιμος (το επίθ. κυρίως για την κότα που γεννά αβγά με κέλυφος όχι συμπαγές αλλά μαλακό).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγουρο- + γεννώ.ΠΑΡ. αγουρογεννώ].