αγουρόγεννος

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που γεννά πρόωρα, ο πρώιμος (το επίθ. κυρίως για την κότα που γεννά αβγά με κέλυφος όχι συμπαγές αλλά μαλακό).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγουρο- + γεννώ.
ΠΑΡ. αγουρογεννώ].