αγχίθεος
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἀγχίθεος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κοντά σε θεό, που μοιάζει με θεό στην ευτυχία, τη δύναμη, ημίθεος, ισόθεος, θεϊκός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + θεός.