αγύναικος

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀγύναικος)
1. αυτός που δεν έχει γυναίκα, σύζυγο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γυναίκα].