αδελφομερτικό

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

και αδερφομερτικό, το
μερίδιο αδελφού από πατρική περιουσία, το αδελφομοίρι.