αδερφικοασπάζομαι

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Greek Monolingual

αδελφικοασπάζομαι και αδερφικοασπάζομαι
1. φιλώ αδελφικά, γλυκοασπάζομαι
2. στην επιστολογραφία χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός μεταξύ συγγενών ή φίλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφικά + ασπάζομαι].