αδερφικοασπάζομαι

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek Monolingual

αδελφικοασπάζομαι και αδερφικοασπάζομαι
1. φιλώ αδελφικά, γλυκοασπάζομαι
2. στην επιστολογραφία χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός μεταξύ συγγενών ή φίλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφικά + ασπάζομαι].