Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδιάρρηχτος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

αδιάρρηκτος και αδιάρρηχτος, -η, -ο (Μ ἀδιάρρηκτος, -ον) διαρρήγνυμι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάρρηξη
2. στερεός, αδιάσπαστος, σταθερός, ασφαλής
μσν.
αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος.