αερίστρα

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

η αερίζω
1. εργάτρια ή υπηρέτρια που έχει τη φροντίδα του αερισμού ενός χώρου τροφίμων ή ενδυμάτων
2. βεντάλια, αεριστήρι.