αερογάμης

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source

Greek Monolingual

και αγερογάμης, ο
(για πρόσωπα) αυτός που καυχιέται για ανύπαρκτες ερωτικές κατακτήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + γαμώ].