αεροπιάνομαι

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

Greek Monolingual

1. προσβάλλομαι από ψυχρό ρεύμα αέρα, από το οποίο παθαίνω δυσκαμψία, «πιάνεται» κάποιο μέλος του σώματός μου
2. πιάνομαι από τον αέρα, προσπαθώ να κρατηθώ από κάτι μη στερεό
3. στερούμαι επιχειρημάτων, δεν έχω σταθερή βάση για τα λεγόμενά μου.