αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
-ή, -ό αθωωτήςαυτός που αθωώνει κάποιον, που τον απαλλάσσει από την κατηγορία (π. χ. «αθωωτικό ή απαλλακτικό βούλευμα»).