αιδοιίτιδα

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

η Ιατρ.
φλεγμονή και λοίμωξη του αιδοίου, δηλαδή τών έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < aedoeitis ή edeitis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αιδοία].