αιδοιίτιδα

From LSJ

Greek Monolingual

η Ιατρ.
φλεγμονή και λοίμωξη του αιδοίου, δηλαδή τών έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < aedoeitis ή edeitis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αιδοία].