αιλουροπρόσωπος
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
αἰλουροπρόσωπος, -ον (Α)
αιλουρόμορφος, αυτός που έχει πρόσωπο αίλουρου.