αιλουροπρόσωπος

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

αἰλουροπρόσωπος, -ον (Α)
αιλουρόμορφος, αυτός που έχει πρόσωπο αίλουρου.