αιλουρόμορφος

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αἰλουρόμορφος, -ον)
αυτός που εχει μορφή αίλουρου, αιλουροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴλουρος + -μορφος < μορφή.