αιλουροπρόσωπος Search Google

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

αἰλουροπρόσωπος, -ον (Α)
αιλουρόμορφος, αυτός που έχει πρόσωπο αίλουρου.