γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
αἰολόδωρος, -ον (Α)αυτός που χαρίζει ποικίλα δώρα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -δωρος < δῶρον.