αιολόδωρος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

αἰολόδωρος, -ον (Α)
αυτός που χαρίζει ποικίλα δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -δωρος < δῶρον.